ὑπερφυσηθείς

ὑπερφυσηθείς
ὑπερφυσάομαι
to be inflated excessively
aor part mp masc nom/voc sg (attic ionic)
ὑπερφῡσηθείς , ὑπερφυσάομαι
to be inflated excessively
aor part pass masc nom/voc sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπερφυσώμαι — άομαι, ΜΑ [φυσῶ, ώμαι] μτφ. παραφουσκώνω, δείχνω μεγάλη υπεροψία («ὑπερφυσηθεὶς τὴν διάνοιαν», Βασ.) αρχ. φουσκώνω πάρα πολύ, διογκώνομαι (α. «τῆς κοίλης νοτίδος τῆς ὑπερφυσωμένης ἐν τοῑς κρουνοῑς», Βασ. β. «αἱ φυσαλίδες ὑπερφυσώμεναι ἐς μέγιστον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”